πολυπλοκία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A cunning, craft, Thgn.67 (pl.).
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, Verschlagenheit, Theogn. 67.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλοκία: ἡ, πανουργία, δολιότης, Θέογν. 67.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enchevêtrement ; ruse, fourberie.
Étymologie: πολύπλοκος.