ἕλκος

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλκος Medium diacritics: ἕλκος Low diacritics: έλκος Capitals: ΕΛΚΟΣ
Transliteration A: hélkos Transliteration B: helkos Transliteration C: elkos Beta Code: e(/lkos

English (LSJ)

εος, τό,

   A wound, Il.4.190, al. (never in Od.), Pi.P.2.91, E.Tr. 1232 (pl.), etc.    2 festering wound, sore, ulcer, ἕ. ὕδρου the festering bite of a serpent, Il.2.723; plague-ulcer, Th.2.49, X.Eq.5.1, etc. (Gal. 10.232 defines . as ἡ τῆς συνεχείας λύσις ἐν σαρκώδει μορίῳ, and both 1.1 and 1.2 are treated in Hp.Ulc.; . is applied to amputations in Art.68.)    II metaph., wound, loss, Sol.4.17, S.Ant.652,al.; ἕ. δήμιον A.Ag.640; ὑποκάρδιον ἕ. Theoc.11.15; γίγνεται ἕ. ἐφ' ἕλκει Lib.Ep.1063.6. (Orig. Ελκος, cf. Lat.ulcus, Skt.árśas (n.) 'haemorrhoid': ἕ- by influence of ἕλκω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἕλκος: -εος, τό, (ἴδε ἕλκωὠτειλή, πληγή, τραῦμα, Ἰλ. Δ. 190 κ. ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), Πίνδ. καὶ Ἀττ. 2) τραῦμα μετὰ φλεγμονῆς, ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονους ὕδρου, βασανιζόμενον ἐκ κακοῦ τραύματος ὑπὸ ὀλεθρίου ὄφεως, Ἰλ. Β. 723· ἐπὶ ἑλκῶν προξενουμένων ἐκ λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 5, 1, κτλ. ΙΙ. μεταφ., πληγή, καταστροφή, ταῦτα’ ἤδη πάσῃ πόλει ἔρχεται ἕλκος ἄφυκτον Ἐλεγεῖα Σόλωνος παρὰ Δημ. 422. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 640, Σοφ. Ἀντ. 652, κ. ἀλλ.· ὑποκάρδιον ἕλκ. θεόκρ. 11. 15.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 blessure, plaie purulente ; ulcère;
2 incision dans un arbre.
Étymologie: R. Ϝελκ, v. ἕλκω.