ἐλεγχείη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A reproach, disgrace, Il.22.100,al., A.R.3.1114(pl.), Q.S.1.22.
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, Vorwurf, Schimpf; Il. 22, 100; Ap. Rh. 3, 1115.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγχείη: ἡ, ὄνειδος, ὕβρις, ἐλεγχείην ἀναθήσει, «ὀνείδη καὶ λοιδορίας ἐπάξει» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 100, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
reproche infamant, opprobre.
Étymologie: ἔλεγχος¹.