εὔθρυπτος
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ον, (θρύπτω)
A easily broken, αὐχήν Arist.PA694b29; easily dispersed, ἀήρ Id.de An.420a8, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73; of earth, crumbling, Str.12.8.17, Plu.Sert.17; of the fleshy parts of fish, Id.2.916b. II metaph., enervated, Gal.1.186, Sor.1.25.
German (Pape)
[Seite 1070] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθρυπτος: -ον, (θρύπτω) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, εὔπεπτος, ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à amollir, à rompre ; en parl. de viande facile à digérer.
Étymologie: εὖ, θρύπτω.