ἐσωτερικός

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσωτερικός Medium diacritics: ἐσωτερικός Low diacritics: εσωτερικός Capitals: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: esōterikós Transliteration B: esōterikos Transliteration C: esoterikos Beta Code: e)swteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inner, esoteric : ἐσωτερικά, τά, of certain Stoic doctrines, Gal.5.313 ; ἐ. μαθήματα Iamb.Comm.Math.18 ; of persons, -κοί, οἱ, the disciples of Pythagoras, Id.VP17.72 ; μέμνησο τὸν μὲν ἐ., τὸν δὲ ἐξ. καλεῖν (of Aristotle), Luc.Vit.Auct.26. (Prob. coined to correspond with ἐξωτερικός (q.v.).)

German (Pape)

[Seite 1046] innerlich, dem ἐξωτερικός entgeggstzt, Luc. vit. auct. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσωτερικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ ἔσω: τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους διῃροῦντο εἰς ἐσωτερικὰ καὶ εἰς κοινὰ καὶ ἐξωτερικὰ (πρβλ. ἐξωτερικός), Κλήμ. Ἀλ. 68· καὶ ὁ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 26 παριστᾷ τὸν Ἀριστοτέλη ὡς παρουσιάζοντα διττὴν ὄψιν (μέμνησο τὸν μὲν ἐσωτερικὸν τὸν δὲ ἐξωτερικὸν καλεῖν): ― ἀλλὰ τὴν λέξιν δὲν μεταχειρίζεται αὐτὸς ὁ Ἀριστ., καὶ πιθανῶς ἐπενοήθη ὅπως ἀντιστοιχῇ πρὸς τὸ ἐξωτερικὸς (ὃ ἴδε) ὅπερ αὐτὸς μεταχειρίζεται.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l’intérieur, càd de l’intimité, réservé aux seuls adeptes.
Étymologie: ἐσώτερος.