ἐσωτερικός
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ή, όν,
A inner, esoteric : ἐσωτερικά, τά, of certain Stoic doctrines, Gal.5.313 ; ἐ. μαθήματα Iamb.Comm.Math.18 ; of persons, -κοί, οἱ, the disciples of Pythagoras, Id.VP17.72 ; μέμνησο τὸν μὲν ἐ., τὸν δὲ ἐξ. καλεῖν (of Aristotle), Luc.Vit.Auct.26. (Prob. coined to correspond with ἐξωτερικός (q.v.).)
German (Pape)
[Seite 1046] innerlich, dem ἐξωτερικός entgeggstzt, Luc. vit. auct. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσωτερικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ ἔσω: τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους διῃροῦντο εἰς ἐσωτερικὰ καὶ εἰς κοινὰ καὶ ἐξωτερικὰ (πρβλ. ἐξωτερικός), Κλήμ. Ἀλ. 68· καὶ ὁ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 26 παριστᾷ τὸν Ἀριστοτέλη ὡς παρουσιάζοντα διττὴν ὄψιν (μέμνησο τὸν μὲν ἐσωτερικὸν τὸν δὲ ἐξωτερικὸν καλεῖν): ― ἀλλὰ τὴν λέξιν δὲν μεταχειρίζεται αὐτὸς ὁ Ἀριστ., καὶ πιθανῶς ἐπενοήθη ὅπως ἀντιστοιχῇ πρὸς τὸ ἐξωτερικὸς (ὃ ἴδε) ὅπερ αὐτὸς μεταχειρίζεται.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l’intérieur, càd de l’intimité, réservé aux seuls adeptes.
Étymologie: ἐσώτερος.