ἐσώτερος
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
German (Pape)
[Seite 1046] comparat. zu ἔσω, εἴσω, der innere, Sp. – Adv. ἐσωτέρω, weiter nach innen, Hippocr. u, A.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus intérieur, plus intime.
Étymologie: ἔσω.
English (Strong)
comparative of ἔσω; interior: inner, within.
English (Thayer)
ἐσωτέρᾳ, ἐσώτερον (comparative of ἔσω (cf. Buttmann, 28 (24 f))), inner: τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, the inner space which is behind the veil, i. e. the shrine, the Holy of holies, said of heaven by a figurative expression drawn from the earthly temple, Hebrews 6:19.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐσώτερος, -α, -ον) (συγκριτ. βαθμός του επιθ. έσω) έσω
1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος.
επίρρ...
εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω)
πιο μέσα, εσωτερικότερα.
Russian (Dvoretsky)
ἐσώτερος: NT и ἐσωτέρω Her. compar. к ἔσω I.
Middle Liddell
ἐσώτερος, η, ον
interior, NTest. comp. of ἔσω.
Chinese
原文音譯:™sèteroj 誒所帖羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(更多)進入
字義溯源:在內的,最內的,內;源自(ἔσω)=裏面);而 (ἔσω)出自(εἰς)*=到,進入)。這字乃是(ἔσω)=裏面)的比較級
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 內(2) 徒16:24; 來6:19