εὐπάρειος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with fair cheeks, Poll.2.87, 9.162: Dor. -αος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1087] schönwangig, Sp. Vgl. εὐπάρᾳος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάρειος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, καλλιπάρειος, Πολυδ. Β΄, 87, Θ΄, 162· Δωρ. εὐπάραος, ὃ ἴδε.