Ἥφαιστος

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἥφαιστος Medium diacritics: Ἥφαιστος Low diacritics: Ήφαιστος Capitals: ΉΦΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: Hḗphaistos Transliteration B: Hēphaistos Transliteration C: Ifaistos Beta Code: *(/hfaistos

English (LSJ)

(Aeol.and Dor. Ἄφ-( Ἅφ-) Sapph.66, Pi.O.7.35, etc.), ὁ, Hephaestus, Il.18.391, etc.; ἔργον Ἡφαίστοιο, of a bowl, Od.4.617;

   A κνημῖδας ὀρειχάλκοιο . . Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα Hes.Sc.123; φλογὶ Ἡφαίστοιο Il.17.88, cf. Antim.44; μὰ τὸν Ἥ. Com.Adesp.17.35D.    2 = Lat. Volcanus, D.H.2.54, Plu.2.276b, App.BC5.49, etc.    3 = Egypt. Plah, OGI90.2 (Rosetta, ii B.C.).    4 Pythag. name for nine, Theol.Ar.58.    II meton. for πῦρ, fire, Il.2.426, Hom.Fr.18, S.Ant.123 (lyr.), 1007, cf. Chrysipp.Stoic.2.315, al., D.S.5.74, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἥφαιστος: -ου, ὁ, Λατ. Vulcanus, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἥρας, χωλὸς ἐκ γενετῆς, Ἰλ. Σ. 397 (πρβλ. κυλλοποδίων, ἠπεδανός): θεὸς τοῦ πυρὸς ὡς χρησιμεύοντος ἐν τῇ τέχνῃ καὶ ἄρχων πάσης τέχνης ἐχούσης ἀνάγκην τοῦ πυρός, ἰδίως τῶν ἀσχολουμένων περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων· ὅθεν οὗτος εἶνε ὁ ἐργάτης τῶν θρόνων τῶν θεῶν, τοῦ σκήπτρου τοῦ Διός, τῆς αἰγίδος, τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ μετάλλου ἔργα λέγονται ἔργα αὐτοῦ, Ἰλ. Θ. 195, Ὀδ. Δ. 617, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 123, κτλ.· τὸ πῦρ καλεῖται φλὸξ Ἡφαίστοιο Ἰλ. Ρ. 88· καὶ αὐτὸς κλυτοεργός, κλυτοτέχνηςχαλκεύς, Ο. 309. - Περὶ τοῦ ἀτυχοῦς αὐτοῦ γάμου μετὰ τῆς Ἀφροδίτης ἴδε Ὀδ. Θ. 267 κἑξ. II. μετωνομ. ἀντὶ πῦρ, Ἰλ. Β. 426. Σοφ. Ἀντ. 123. 1007. Ποιητ. ἐν τῶ Ε. Μ. 241. 57. (Ἴσως ἐκ √ΑΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἅπτω, ἀνάπτω πῦρ.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 Héphæstos, fils de Zeus et d’Hèra, dieu du feu;
2 p. ext. le feu.
Étymologie: le même que yavishtha « très jeune », épithète d’Agni, le dieu védique du feu, càd le dieu qui ne vieillit pas, qui conserve toute sa force.