καταβιάζω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐάζω Medium diacritics: καταβιάζω Low diacritics: καταβιάζω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΑΖΩ
Transliteration A: katabiázō Transliteration B: katabiazō Transliteration C: kataviazo Beta Code: katabia/zw

English (LSJ)

   A subdue by force, Anon.Hist.(FGrH160) Fr.1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., constrain, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.BC2.28, cf. Eun.Hist.p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ. ib.75f.    2 contend, strive to show, ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.Hist.p.256 D.    II Pass., to be forced, Plu.Thes.11, Id.2.639f; [νούσημα] ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, of a chronic disease, Hp.Morb. Sacr.2.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιάζω: βιαίως ὑποτάσσω, Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., βιάζω, παραβιάζω, ἀναγκάζω, καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· νούσημα ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46.

French (Bailly abrégé)

forcer, contraindre.
Étymologie: κατά, βιάζω.