καταβραβεύω
English (LSJ)
A give judgement against one as βραβεύς, and so, deprive one of the prize, deprive one of one's right, c. acc., Ep.Col.2.18, Sch.Il.1.399:—Pass., ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα being cast in his suit by means of Meidias, Test. ap. D.21.93, cf. Sammelb.4512B58 (ii B. C.). 2 c. gen., rule over, ἡ γῆ κ. τῶν λοιπῶν Vett.Val.344.29.
German (Pape)
[Seite 1341] als Kampfrichter gegen Einen entscheiden, übh. verurtheilen; Dem. 21, 93 ἐπιστάμεθα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα; Sp., wie Schol. H. 1, 399.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρᾰβεύω: καταδικάζω τινὰ ὡς βραβέα, ἑπομένως, στερῶ τινα τοῦ βραβείου, στερῶ τῶν δικαίων του, ἀδικῶ αὐτόν, μετ’ αἰτ., Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 18, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 399, Εὐστ. ― Παθ., ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα, ἀδίκως καταδικασθέντα κατὰ τὴν δίκην του διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μειδίου, Δημ. 544 ἐν τέλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καταβραβεύεται· κατακρίνεται. καταγωνίζεται».
French (Bailly abrégé)
prononcer contre qqn par suite d’intrigues ; évincer, frustrer.
Étymologie: κατά, βραβεύω.