κινητέος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητέος Medium diacritics: κινητέος Low diacritics: κινητέος Capitals: ΚΙΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: kinētéos Transliteration B: kinēteos Transliteration C: kiniteos Beta Code: kinhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be moved or excited, Pl.Amat.134a; to be altered, Id.Lg.738d, Arist.Pol.1269a25.    II κινητέον, one must call into play, τὴν ζωγραφίαν Pl.R.373a.    2 one must excite, ὀργὴν ἢ ἔλεον S.E.M.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κινέω, ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κινέω.