καταντάω

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντάω Medium diacritics: καταντάω Low diacritics: καταντάω Capitals: ΚΑΤΑΝΤΑΩ
Transliteration A: katantáō Transliteration B: katantaō Transliteration C: katantao Beta Code: katanta/w

English (LSJ)

   A come down to, arrive, εἰς τὰ βασίλεια, ἐπὶ κοίτην, D.S.4.52, 3.27, cf. PTeb.59.3 (i B.C.), etc.: metaph., ἐπὶ τὴν φυσικὴν ὁδόν Vett.Val.259.3, cf. 185.16, 251.30.    2 in a speech or narrative, come to, arrive at a point, εἰς τὴν ἔκπτωσιν Plb. 4.1.8; ἐπί τινας λογισμούς Id.10.37.3; κ. ἐπὶ τὸν ὅρκον D.S.1.79, cf. J AJ3.10.4, etc.; have recourse to, ἐπὶ [τὴν ἡδονήν] Epicur.Ep.3p.63U.; ἐπὶ τὰ δάκρυα Phld.Lib.p.62 O.    3 of persons, κ. εἰς ἑαυτούς attack, commence hostilities against each other, Plb.30.11.3.    4 of events, come upon, πᾶς δ' ἀγὼν ἐπ' ἐμὲ κατήντα Alex.261.13; κ. εἴς τινα affect him, Phld.Ir.p.83 W.; of blood-guiltiness, fall, ἐπὶ κεφαλήν τινος LXX 2 Ki.3.29.    b turn out, result, ποῦ καταντήσει πάλιν Plb.6.4.12; τὸ πρᾶγμα κ. εἰς ὑπόνοιαν D.S.1.37; εἰς τὸ μηδέν Plb.4.34.2; so of numbers, to be reduced, εἰς μόνους ἄνδρας δέκα BGU903.14 (ii A.D.), etc.    5 of an inheritance, κ. εἴς τινα fall to one's share, 1 Ep.Cor.10.11, POxy.75 (ii A.D.), etc.    II trans., make to come back, bring back, τινα Palaeph.2; εἰς ἑαυτὸν τὴν ἀρχιερωσύνην LXX 2 Ma.4.24 (so intr. in pf., return, εἰς τὸν αὐτὸν κατηντηκέναι βίον BGU 1101.5 (i B.C.)).

German (Pape)

[Seite 1366] hinabkommen, hinkommen zu einem bestimmten Ziel; εἰς ἑαυτοὺς κατήντησαν, sie wandten sich gegen einander, Pol. 30, 14, 3; εἰς τὰ βασίλεια D. Sic. 4, 52; ἐπὶ τὴν κοίτην 3, 27; oft übtr. von der Rede, ἐπὶ τὴν γνώμην, λογισμοὺς τοιούτους, Pol. 10, 37, 3. 14, 1, 9; auch εἰς δοτικὴν κατήντησε, wurde mit dem Dativ verbunden, construirt, Apoll. de synt. p. 294, 2. – Uebh. sich begeben, Pol. 6, 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταντάω: κατέρχομαι εἴς τι, φθάνω, εἰς τὰ βασίλεια, ἐπὶ κοίτην, πρὸς ὄρος Διόδ. 4, 52., 3, 27· κτλ.· κ. εἰς ἑαυτούς, συναντῶνται πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, Πολύβ. 30. 14, 3. 2) ἐπὶ λόγου ἢ διηγήματος, τείνω εἰς ὡρισμένον τέλος, φθάνω, τελειώνω, εἴς τι, ἐπί τι Πολύβ. 4. 34, 2., 10. 37, 3, κτλ.· κ. ἐπὶ τὸν ὄρκον Διόδ. 1, 79· (πρβλ. καταστρέφω). 3) ἐπὶ γεγονότων, ἐπέρχομαι, πᾶς δ’ ἀγὼν ἐπ’ ἐμὲ κατήντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1, 13. συμβαίνω, φέρω ὡς ἀποτέλεσμα, Λατ. evadere, Πολύβ. 6. 4, 12· εἰς δοτικὴν κατήντησεν, συντάσσεται μετὰ δοτ., Ἀπολλ. π. συντάξ. 294, 2· τὰ κατηντηκόντα εἰς ἐμέ, τὸ μέρος τῆς κληρονομίας ὅπερ ἀνήκει μοι, Ἐπιγραφ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ ἐπανέλθῃ, ἐπαναφέρω, εἰς ἑαυτὸν τὴν ἱερωσύνην Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 24).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
arriver à, parvenir à, aboutir à.
Étymologie: κάταντα.