κορβᾶν
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
(indecl.), Hebr.
A qorbān, gift or votive offering for the service of God, Ev.Marc.7.11, J.AJ4.4.4:—hence κορβανᾶς, ὁ, the treasury of the temple at Jerusalem, Ev.Matt.27.6, J.BJ2.9.4 (v.l. κορβωνᾶς).
Greek (Liddell-Scott)
κορβᾶν: (ἄκλιτ.), Ἑβραϊκὴ λέξις, δῶρον ἢ ἀφιέρωμα ἢ προσφορὰ πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ζ΄, 11· ― ἐντεῦθεν κορβανᾶς, ὁ, τὸ ταμεῖον τοῦ ναοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 9, 4.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
c. κορβανᾶς.