κακόξεινος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
German (Pape)
[Seite 1301] ion. = κακόξενος, im comparat. κακοξεινώτερος Od. 20, 376, unglücklicher mit seinen Gästen, schlechtere Gäste habend.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κακόξενος;
Cp. κακοξεινότερος.