Λάχεσις
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
[ᾰ], εως, Ion. ιος, ἡ, (λαχεῖν) Lachesis, one of the three Fates,
A Disposer of lots, Hes.Th.218, Sc.258, Pi.O.7.64, etc.; as the goddess of distribution, Plu.2.644a, cf. Arist.Mu.401b20. II as Appellat., lot, destiny, Bacis ap. Hdt.9.43: pl., Μοιρῶν Λαχέσεων IG 5(1).602.8 (Sparta, iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
Λάχεσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς θεότης τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. Κλωθώ. ΙΙ. ὡς προσηγορ., κλῆρος, μοῖρα, προορισμός, Βάκις παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.
French (Bailly abrégé)
εως, ion. -ιος (ἡ) :
Lachésis, l’une des trois Parques.
Étymologie: v. λάχεσις.