μακαρίτης

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρίτης Medium diacritics: μακαρίτης Low diacritics: μακαρίτης Capitals: ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: makarítēs Transliteration B: makaritēs Transliteration C: makaritis Beta Code: makari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. -τᾱς, ὁ,

   A like μάκαρ 111, one blessed, i.e. dead, esp. of one lately dead, A.Pers.633 (lyr.), Ar.Fr. 488.10, Men.1032, PCair.Zen.447.1 (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, Ath.3.113e; ὁ μ. σου πατήρ your late father, Luc. DMeretr.6.1, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, Theoc.2.70, Herod.6.55; ἡ μ. μου γυνή Luc.Philops.27.    II as Adj., μ. βίος, with a play on 1, Ar.Pl.555.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ μάκαρ ΙΙΙ, ὁ μακάριος γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου πατήρ, ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. βίος, μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, ἔνθα ἴδε Hemst.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
bienheureux, fortuné;
1 en parl. de pers., particul. d’un mort dont on parle avec respectμακαρίτης, etc. LUC le bienheureux tel;
2 en parl. de choses μακαρίτης βίος AR vie laborieuse.
Étymologie: μάκαρ.