μυροβάλανος

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροβᾰλανος Medium diacritics: μυροβάλανος Low diacritics: μυροβάλανος Capitals: ΜΥΡΟΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: myrobálanos Transliteration B: myrobalanos Transliteration C: myrovalanos Beta Code: muroba/lanos

English (LSJ)

ἡ,

   A = βάλανος μυρεψική, Dsc.1.109, J.BJ4.8.3, Cels.6.2, Aret.CA2.6, Philum. ap. Orib.45.29.59, Ostr. 297 (ii A. D.), PLond.1.119.80, etc.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, die auch βάλανος μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον ἔλαιον, gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβάλᾰνος: ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι κάρυον, ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον ἔλαιον, ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. μυρεψικός. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
myrobolan, sorte de parfum.
Étymologie: μύρον, βάλανος.