μυρεψικός
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
μυρεψική, μυρεψικόν, of or for unguents, aromatic, κάλαμος Plb.5.45.10; μύρον LXX Ex.30.25; οἶνος ib.Ca.8.2; μυρεψικὴ βάλανος = zakkaum, the fruit of Balanites aegyptiaca, Dsc.4.157: ἡ μυρεψική (with or without τέχνη) = the art of perfumery Lys.Fr.1.2, Arist.EN1153a26, Phld.Rh.1.16 S.
German (Pape)
[Seite 218] ή, όν, zum Kochen wohlriechender Salben gehörig; φάρμακα, Plut. Symp. 4, 1; ἡ μυρεψικὴ τέχνη, Ath. XIII, 611 f; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les parfums, de parfumeur, de parfumerie.
Étymologie: μυρεψός.
Russian (Dvoretsky)
μῠρεψικός: служащий для изготовления благовонии, ароматический (κάλαμος Polyb.; φάρμακα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠρεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μυρεψίαν, κάλαμος Πολύβ. 5. 45, 10· μ. βάλανος, μοσχοκάρυον, Διοσκ. 4. 160· - ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), Λυσ. Ἀποσπ. 2. 2, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 12, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ μυρεψικός, -ή, -όν) μυρεψός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων
2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του μυρεψού, η μυρεψία
3. αρωματικός, αρωματισμένος, μυρωδικός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρεψικόν
το άρωμα
αρχ.
1. το προϊόν της μυρεψίας, το άρωμα που παρασκευάζουν τεχνητά οι αρωματοποιοί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρεψικόν
κατάστημα αρωμάτων, μυροπωλείο.