πιστάκη
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A pistachio-tree, Pistacia vera, Alciphr.1.22.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
πιστάκη: [ᾰ], ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· ὡσαύτως ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ καρπὸς τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· ψιττάκια Γεωπ. 10. 12.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pistachier, arbre.
Étymologie: DELG emprunt oriental d’origine inconnue, cf. persan pista.