οἰκοδόμος
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ὁ (parox.),
A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.