νυός
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ἡ,
A daughter-in-law, Il.22.65, Od.3.451, h.Ven.136 ; daughter-by-marriage of the race of which the husband is a son, Il.3.49. II bride, wife, Theoc.18.15 ; cj. in AP12.53.5 (Mel.) :—ἐνυός is f.l. in Poll.3.32. (I.-E. σνῠσός, cf. Skt.snusā, OHG. snur, Lat. nurus, etc.)
Greek (Liddell-Scott)
νυός: [ῠ], -οῦ, ἡ, νύμφη, γυνὴ τοῦ υἱοῦ, Ἰλ. Χ. 65, Ὀδ. Γ. 451· ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, πᾶσα γυνὴ ἐσχετισμένη διὰ γάμου, Ἰλ. Γ. 49, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 136· πρβλ. γαμβρός. ΙΙ. καθόλου, νύμφη, σύζυγος, γυνὴ ἔγγαμος, Θεόκρ. 18. 15· καλὴ νυὲ Ἀνθ. Π. 12. 53· πρβλ. Valck. Adon. σ. 371C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. γαμβρός. - Ὁ τύπος ἐνυὸς (οὐχὶ ἐννυὸς) στηρίζεται εἰς διάφ. τινα γραφὴν παρὰ Πολυδ. Γ΄, 32, ἔνθα ὁ Bekk. νυός. (Ἔχει ἀποβληθῇ ἀρκτικὸν σ ἐν τῇ λέξει νυὸς καὶ τῇ Λατ. nurus· πρβλ. Σανσκρ. snushâ· Ἀρχ. Γερμ. snur· Ἀγγλο-Σαξον. snor· Σλαυ. snucha).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
1 bru, belle-fille ; p. ext. toute parente par alliance;
2 jeune épouse, jeune femme.
Étymologie: p. *σνυσός, cf. lat. nurus.