πασπάλη
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις : metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.
German (Pape)
[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.
Greek (Liddell-Scott)
πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d’où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.