παγιδεύω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
(παγίς)
A lay a snare for, entrap, LXX 1 Ki.28.9, Ev.Matt.22.15.
German (Pape)
[Seite 435] eine Falle stellen, in die Falle locken, listig berücken, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγῐδεύω: (παγὶς) ὡς καὶ νῦν, στήνω εἴς τινα παγίδα, συλλαμβάνω διὰ παγίδος, ἐξαπατῶ δολίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
prendre dans des filets, dans des pièges, attraper au pr. et au fig.
Étymologie: παγίς.