παρῳδία
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ἡ,
A burlesque, parody, Ἡγήμων ὁ Θάσιος ὁ τὰς π. ποιήσας πρῶτος Arist.Po. 1448a13, cf.Ath. 15.698b.
German (Pape)
[Seite 529] ἡ, Nebengesang, bes. Parodie, vgl. παρῳδέω; Arist. poet. 2; παρῳδιῶν ποιηταί, Ath. XV, 698 b; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παρῳδία: ἡ, τὸ παρῳδεῖν τι, τὸ διαστρέφαιν κωμικῶς λόγον σπουδαῖον ἢ ποίημα, «παρῳδία· οὕτω λέγεται ὅταν ἐκ τραγῳδίας μετενεχθῇ λόγος εἰς κωμῳδίαν» (Σουΐδ. ἐν λέξ. παρῳδούμενος), Ἡγήμων ὁ Θάσιος ὁ τὰς π. ποιήσας πρῶτος Ἀριστ. Ποιητ. 2, 5, πρβλ. Ἀθήν. 698Β· περὶ τῶν παρῳδιῶν τῶν Ἑλλήνων ἴδε G. H. Moser ἐν Heidelb. Studien 6, 2, σελ. 267 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
imitation bouffonne d’un morceau poétique, parodie.
Étymologie: παρῳδός.