Θάσιος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A of or from Thasos, Θάσιος (sc. οἶνος) Thasian wine, Hermipp.82.3, Ar.Fr.317, etc.; Θάσιον οἴνου σταμνίον Id.Lys.196, cf. Ec.1119; Θάσια κάρυα almonds, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f, Aët.12.37; so Θάσια alone, Plu.2.1097d, Dsc.4.188, Gp.10.57 tit.: in sg., ib.76.6: ἡ Θασία ἅλμη = pickled sea-fish, Cratin.6; and without ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν to make this pickle, Ar.Ach.671.
II Θάσιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Temnos, Wiener Denkschr.53.96 (prob.).
2 Θάσιον, τό, a measure in Egypt, PCair.Zen.12.19 (iii B.C.), al.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Thasos ; Θάσιος λίθος PLUT la pierre de Thasos, càd le marbre.
Étymologie: Θάσος.
Russian (Dvoretsky)
Θάσιος: (ᾰ) тасосский (οἶνος, οἴνου σταμνίον Arph.): Θ. λίθος Plut. тасосский мрамор.
II ὁ уроженец или житель острова Тасос Her., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Θάσιος: -α, -ον, ἐκ Θάσου, εἰς τὴν Θάσον ἀνήκων, Θάσιος (ἐνν. οἶνος) Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 301, κτλ.· κατ’ ἐναλλαγ., Θάσιον οἴνου σταμνίον Ἀριστοφ. Λυσ. 196, πρβλ. Ἐκκλ. 1160· - Θάσια (ἐνν. κάρυα), τά, ἀμύγδαλα, Πλούτ. 2. 1097D, πρβλ. Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647F· - ἡ Θασία ἅλμη, βάμμα, ἔμβαμμα, Κρατῖν. Ἀρχ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ ἅλμη, ἀνακυκᾶν Θασίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 671.
Greek Monotonic
Θάσιος: [ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, Θάσιος οἶνος, σε Αριστοφ.· ἡ Θασία ἅλμη, παστωμένη αλιεία από τη Θάσο, στον ίδ.
Middle Liddell
Θᾰ́σιος, η, ον
of or from Thasos, Thasian, οἶνος Ar.:— ἡ Θασία ἅλμη Thasian pickled fish, Ar.