παρηγορία
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.) : metaph., χρίματος . . ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.) ; ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b. 2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-). II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34 ; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes) ; ὁδευόντων π., of the moon, Secund. Sent.6. 2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.
Greek (Liddell-Scott)
παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, adoucissement.
Étymologie: παρήγορος.