πετρόω
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
A turn into stone, petrify, mostly in Pass., Lyc.901, APl.4.132 (Theodorid.), Orph.L.527: aor. Med. πετρώσατο Nonn.D.25.81. 2 Pass., to be frozen, ib.47.591. II Pass., to be stoned, E.Or.564; πετρουμένους θανεῖν ib.946, cf. Ph.1177, Ion1112. 2 to be filled with stones, Nonn.D.43.131.
German (Pape)
[Seite 606] (zu Stein machen), steinigen, πετρουμένους θανεῖν, Eur. Or. 944, vgl. Ion 1112.
Greek (Liddell-Scott)
πετρόω: μεταβάλλω εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Λυκόφρ. 901, Ἀνθ. Πλαν. 131 καὶ 132· ἐν τῷ μέσῳ ἀόρ., πετρώσατο Νόνν. Δ. 25. 81, κτλ. ΙΙ. Παθ., λιθοβολοῦμαι, Εὐρ. Ὀρ. 564· πετρούμενος θανεῖν αὐτόθι 946, πρβλ. Φοιν. 1177, Ἴωνα 1112.