ὕψωμα

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕψωμα Medium diacritics: ὕψωμα Low diacritics: ύψωμα Capitals: ΥΨΩΜΑ
Transliteration A: hýpsōma Transliteration B: hypsōma Transliteration C: ypsoma Beta Code: u(/ywma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A elevation, height, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ps.-Phoc.73; ὕ. τοῦ ἀέρος Ph.2.408; τὸ ὕ. τῆς ῥινός the bridge of the nose, Gal.18(1).796,806.    2 Astrol., exaltation of a heavenly body, opp. ταπείνωμα, Plu.2.149a, 782d, S.E.M.5.33, Ptol.Tetr. 37.    II metaph., exaltation, Vett.Val.92.29.

Greek (Liddell-Scott)

ὕψωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει] Ψευδοφωκυλ. 67· ὕ. τοῦ ἀέρος Φίλων 2. 408· ὑψώματα βουνῶν Χρησ. Σιβ. 8. 234. 2) ὕψωμα ἀστέρος ἐν τῷ ὁρίζοντι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ταπείνωμα, Πλούτ. 2. 149Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), 782D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 33. ΙΙ. μεταφορ., ἔπαρσις, τὸ τῆς ἀλαζονείας σαθρότατον ὕψωμα Πέτρ. Σικ. Ἱστ. Μανιχ. σ. 6, 4, Gleseler.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position élevée ; ὕψωμα μέγιστον PLUT point culminant.
Étymologie: ὑψόω.