πλάστης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A moulder, modeller, in clay or wax, Pl.R.588d, Lg.671c, Plu.Per.12; sculptor, IG11(4).1105 (Delos, iii B. C.), Luc.Im.9, Gal.Med.Phil.2 ; brickmaker, Meyer Ostr.61.6 (iii B. C.); perh. = τριχοπλάστης, Plu.Dio9. II creator, Ph.1.434.
German (Pape)
[Seite 625] ὁ, der Bildner, Former, Schöpfer, bes. der in Thon od. Wachs arbeitende Künstler, Plat. Rep. IX, 588 c u. Sp., wie Plut. Thes. 4.
Greek (Liddell-Scott)
πλάστης: -ου, ὁ, (πλάσσω) ὁ πλάττων, σχηματίζων, τεχνίτης ἐργαζόμενος τὸν πηλὸν ἢ κηρόν, Πλάτ. Πολ. 588D, Νόμ. 671C, Πλούτ., κλ.· ὡσαύτως ἀντὶ τριχοπλάστης, Πλουτ. Δίων 9. ΙΙ. δημιουργός, Φίλων 1. 434, Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427, 428.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui façonne, qui modèle :
1 ouvrier en argile ou en cire, modeleur, statuaire;
2 coiffeur.
Étymologie: πλάσσω.