πολλαπλασίων
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = πολλαπλάσιος, Num.Chron.1905.114 (Abonuteichos, ii B. C.), Plb.35.4.4, Plu.2.215b: c. gen., Phld.Sign.9. Adv. -όνως Poll.4.164.
German (Pape)
[Seite 658] ον, = πολλαπλάσιος; Pol. 35, 4, 4; Plut. oft u. a. Sp. – Adv. πολλαπλασιόνως, Poll. 4, 164.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσίων: -ον, = πολλαπλάσιος, Πολύβ. 35. 4, 4, Πλουτ. 2. 215Β. Ἐπίρρ., -όνως, Πολυδ. Δ΄, 164.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. πολλαπλάσιος.