συνθηρευτής
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.