ὑπομόχθηρος
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ον,
A baddish, rather hard, Com.Adesp.476; ἔριον Philostr.Im.2.28; of a word, Poll.2.109.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομόχθηρος: -ον, ἀρκούντως μοχθηρός, τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, ἄλλο μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «ὑπομόχθηρος, ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» Πολυδ. Β΄, 109.