προκαταγιγνώσκω

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A vote against beforehand, condemn by a prejudgement, τινος D.21.227, Plb.21.42.2, etc.; μὴ προκαταγίγνωσκ'... πρὶν ἄν γ' ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ar.V.919; μὴ προκατεγνωκέναι μηδέν not to prejudge in any point, D.18.2: generally, condemn, disapprove of in advance, Gal.12.260.    2 c. inf., π. ἡμῶν . . ἥσσους εἶναι prejudge us and say we are... Th.3.53; σφῶν αὐτῶν π. ἀδικεῖν Lys.20.21; π. ἀδικεῖν (without τινος) And.1.3; also π. ὡς ἀδικῶ Aeschin.2.7.    3 π. τινὸς φόνον give a verdict of murder against one beforehand, Antipho 5.85; π. τινῶν ἄδικόν τι ib.4; ἀδικίαν τινός Lys.19.10.    4 π. θανατόν τινος pass sentence of death on before, D.S.18.60; τὴν τιμωρίαν αὐτὸς σαυτοῦ π. D.C.46.11.

German (Pape)

[Seite 728] (s. γιγνώσκω), vorher verurtheilen od. verdammen, Ar. Vesp. 919; τινός; übh. durch ein vorausgefälltes Urtheil verdammen, vorher seine Meinung zum Nachtheil Jemandes aussprechen, ὑμῶν ἄδικόν τι, Antiph. 5, 4; τινὸς φόνον, ib. 85, wie ἀδικίαν τινός Lys. 19, 10; προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι, Thuc. 3, 53; Dem. 21, 227 u. A., wie Pol. 22, 25, 2; προκαταγνωστέον, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταγιγνώσκω: καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, καταδικάζω τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, προδικάζω πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους εἶναι, καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν (ἄνευ τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, οἷον, φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― ἀλλά, πρ. θάνατόν τινος, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον προηγουμένως, Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταγνώσομαι, ao.2 προκατέγνων, etc.
1 condamner d’avance : τινός, qqn;
2 se prononcer d’avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d’avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.
Étymologie: πρό, καταγιγνώσκω.
Par. προκατακρίνω.