ῥικνός

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥικνός Medium diacritics: ῥικνός Low diacritics: ρικνός Capitals: ΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: rhiknós Transliteration B: rhiknos Transliteration C: riknos Beta Code: r(ikno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shrivelled with cold,= πεφρικώς, S.Fr.1091; shrivelled by old age or disease, shrunk, contracted, Hp.Prog.2 (s. v.l.), Xenarch.4.8, Cerc.2, Call.Fr. 49, etc.: generally, withered, shrivelled, crooked, Ἥφαιστος ῥικνὸς πόδας h.Ap.317; ἅψεα Opp.C.2.346; ῥικνοὶ πόδες A.R.1.669, cf.APl. 4.306 (Leon.); ῥ. καὶ κώδιον shrivelled and (like) leather, IG14.1363.15 (Rome, iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 843] eigtl. vor Kälte (ῥῖγος, dah. sich auch ῥιγνός geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; πούς, Leon. Tar. 37 (Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ θυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ σῶμα Luc. bis acc. 16; hart, χελώνη, Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφθῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνός: -ή, -όν, κατάξηρος, «ζαρωμένος» ἐκ τοῦ ψύχους, «ῥικνός: ὁ πεφρικώς, παρὰ Σοφοκλεῖ» Φώτ., Σοφ. Ἀποσπ. 942· «ῥικνοῖσι, ῥυσοῖς, ἡ δὲ λέξις παρὰ Καλλιμάχῳ» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 669 (Καλλ. Ἀποσπ. 49), κτλ.· ἴδε Littré εἰς Ἱππ. Προγν. 37· - καθόλου, ἐξηραμμένος, κεκυρτωμένος, «στραβός», ῥικνὸς πόδας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 317· ἄψεα Ὀππ. Κυν. 2. 346· ῥικνοὶ πόδες Ἀπολλ. Ρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γούνατα Ἀνθ. Πλαν. 306· ῥ. κῴδιον Συλλ. Ἐπιγρ. 6203 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακρός, μικρόσωμος, λεπτῇ, παχείᾳ, μακρᾷ, ῥικνῇ, νέᾳ, παλαιᾷ, Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ». (Πιθαν. ἀντὶ ῥιγνὸς (ὅπερ παρ’ Ἡσύχ.), ἐκ τοῦ ῥῖγος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοὶ· ἰσχνοὶ σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», καὶ «ῥικνοτέρους· ἀσθενεστέρους», καὶ «ῥικνὴν ὄψιν· φρικτήν».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 contracté, resserré par le froid;
2 contracté, resserré par l’âge, les infirmités;
3 contracté, resserré, déformé en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux.
Étymologie: ῥῖγος.