συμβελής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (βέλος)
A hit by several arrows at once, Plb.1.40.13.
German (Pape)
[Seite 978] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.
Greek (Liddell-Scott)
συμβελής: -ές, (βέλος) ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ καταβελής.