στηλίτης

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλίτης Medium diacritics: στηλίτης Low diacritics: στηλίτης Capitals: ΣΤΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stēlítēs Transliteration B: stēlitēs Transliteration C: stilitis Beta Code: sthli/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. στηλιτ-ῖτις, ιδος,

   A of or like a στήλη, λίθος Luc. Philops.11; ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Dor.) AP7.424 (Antip.Sid.).    II inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, -ίτας ποιεῖν, Isoc.16.9, D.9.45; σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει Thrasyb. ap. Arist.Rh.1400a32; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 941] ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; λίθος, Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς στήλην ἢ ὅμοιος στήλῃ, λίθος Λουκ. Φιλοψ. 11· ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Δωρ.) Ἀνθ. Π. 7. 424. ΙΙ. ἐπιγεγραμμένος ἐπὶ στήλης, δημοσίᾳ ἀναγεγραμμένος ὡς ἄτιμος, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 348D, Δημ. 122. 24· στ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 25· πρβλ. στήλη ΙΙ. 2, στηλιτεύω.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 en forme de colonne, de stèle;
2 inscrit sur une colonne, une stèle en signe d’infamie, déshonoré.
Étymologie: στήλη.