συμπεριπλοκή
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ,
A inter-connexion, τῶν πραγμάτων Luc.Hist. Conscr.55.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, das Mitumfassen; Luc. amor. 53; τῶν πραγμάτων, hist. conscr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλοκή: ἡ, ἡ ἀμοιβαία περιπλοκή, ἡ μετ’ ἀλλήλων πλοκή, τῶν πραγμάτων Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
entrelacement, enchaînement.
Étymologie: συμπεριπλέκω.