σύγκλισις
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
A v. σύγκλεισις 11.2.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das sich Zusammenneigen, -liegen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῐσις: ἡ, τὸ συγκλίνειν, κλίνειν ὁμοῦ, πρβλ. σύγκλεισις ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. συγκλινίαι.