συγκύπτω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκύπτω Medium diacritics: συγκύπτω Low diacritics: συγκύπτω Capitals: ΣΥΓΚΥΠΤΩ
Transliteration A: synkýptō Transliteration B: synkyptō Transliteration C: sygkypto Beta Code: sugku/ptw

English (LSJ)

   A bend forwards, stoop and lay heads together, παιδάρια συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Ar.V.570; σ. πρὸς ἀλλήλας, of mares, Arist. HA572a23: metaph., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι they do it in concert, Hdt.3.82, cf. 7.145; καὶ συγκύψαντες ἅπαντες γελῶσιν Phryn.Com.3.6; τοῦτο δ' εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός Ar.Eq.854.    2 draw together, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου X.An.3.4.19, cf. 21.    II to be bowed down, bent double, as under a burden, Ev.Luc. 13.11, Philostr.Im.2.20; συγκεκῡφώς Them.Or.7.90b; σ. τῷ προσώπῳ LXX Jb.9.27; μελανίᾳ ib.Si.19.26.

German (Pape)

[Seite 970] sich gegen einander bücken, Ar. Vesp. 570; zusämmenneigen, bes. sich beim Rudern gemeinschaftlich bücken, dah. gemeinschaftlich sich womit beschäftigen, Synes. – Uebertr., zusammenhalten, unter einer Decke stecken, συγκύψαντες ποιοῦσι, sie handeln gemeinschaftlich, indem sie die Köpfe zusammensteckten, Her. 3, 82. 7, 185; τοῦτο δ' εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός, das Alles steckt unter einer Decke, Ar. Equ. 851. – Zusammenrücken, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου, Xen. An. 3, 4, 19. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συγκύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτω ὁμοῦ καὶ συνενῶ τὴν κεφαλήν μου μετὰ τῶν ἄλλων, κύπτω πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, παιδάρια συγκύψανθ’ ἅμ’ μβληχᾶται Ἀριστοφ. Σφ. 570· σ. πρὸς ἀλλήλας, ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 11· ― μεταφορ., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιοῦσι, πράττουσι τοῦτο ἐκ συμφώνου, καὶ ἐν συνεννοήσει, Ἡρόδ. 3. 82, πρβλ. 7. 145· καὶ συγκύψαντας ἅπαντας γελῶσιν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1· τοῦτο δ’ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφὸς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 854· ― καθόλου, κύπτω πρὸς τὸ μέσον, ἢν μὲν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, πρβλ. 21. ΙΙ. κάμπτομαι, συγκλίνομαι, ὡς ὑπὸ φορτίον, Φιλόστρ. 843, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 11· συγκεκυφὼς Θεμίστ. 90Β· σ. τῷ προσώπῳ Ἑβδ. (Ἰὼβ Θ΄, 27)· ἐντεῦθεν, ἐργάζομαι μετὰ κόπου, Συνέσ. 273Α.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέκυψα, pf. συγκέκυφα;
1 s’incliner en se repliant sur soi-même ; t. de tact. opérer un mouvement convergent;
2 s’incliner ensemble, particul. se pencher l’un vers l’autre;
3 se pencher de manière à se toucher ; s’aboucher, se concerter pour agir ensemble ; en mauv. part conspirer, comploter.
Étymologie: σύν, κύπτω.