συριγμός

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συριγμός Medium diacritics: συριγμός Low diacritics: συριγμός Capitals: ΣΥΡΙΓΜΟΣ
Transliteration A: syrigmós Transliteration B: syrigmos Transliteration C: syrigmos Beta Code: surigmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A shrill piping sound, hissing, as of serpents, Arist.HA536a6, Str.9.3.10 (pl.); in sign of derision, X.Smp.6.5; as a military signal, Aen. Tact.24.17; σ. καὶ χλευασμοί Plb.30.29.6; σ. κάλων the whistling of rigging, D.H.Comp.16; of the sound of sibilants, ib.14; hissing in the theatre, Plu.Cic.13; of the cry of elephants, Arr.An.5.17.7; singing in the ears, Dsc.2.78.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, das Pfeifen, Auspfeifen, Xen. Conv. 6, 5; καὶ χλευασμός, Pol. 30, 20, 6; übh. jeder pfeifende, schwirrende Ton, συριγμὸς κάλων, das Schnurren von der Rolle ablaufender Seile, stridor; auch vom Geschrei des Elephanten; auch das Klingen der Ohren, Ohrenbrausen; Sp., wie Plut. u. Arr.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγμός: ὁ, τὸ συρίζειν, σφύριγμα ὡς π. χ. τοῦ ὄφεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9, πρβλ. Στράβ. 422· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ περιγέλωτος, Ξεν. Συμπ. 6, 5· τοὺς συριγμούς... καὶ τοὺς χλευασμοὺς Πολύβ. 30. 20, 6· σ. κάλων, συριγμὸς τῶν σχοινίων, Λατ. stridor rude?tum, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσί τινα τῶν γραμμάτων προφερόμενα, αὐτόθι 14· ἐπὶ τῆς κραυγῆς τῶν ἐλεφάντων, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· βοὴ τῶν ὤτων, Διοσκ. 2. 96.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de siffler par moquerie.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.