συνταλαιπωρέω

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνταλαιπωρέω Low diacritics: συνταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syntalaipōréō Transliteration B: syntalaipōreō Transliteration C: syntalaiporeo Beta Code: suntalaipwre/w

English (LSJ)

   A endure hardships together, share in misery, τάδε S.OC1136; ξ. μετά τινος Ar.Lys.1221; ξ. ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ suffers or sympathizes with it, Aret.SA2.2.    II Med., collaborate with, c. dat., Ruf.Fr.72.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰλαιπωρέω: ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, μετέχω τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ αὐτοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compatir au malheur de qqn.
Étymologie: σύν, ταλαιπωρέω.