ψυχαγωγία

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰγωγία Medium diacritics: ψυχαγωγία Low diacritics: ψυχαγωγία Capitals: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: psychagōgía Transliteration B: psychagōgia Transliteration C: psychagogia Beta Code: yuxagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A evocation of souls from the nether world, Philostr.Her.18.3, Eust.1614.59.    II metaph., winning of men's souls, persuasion, whence Rhetoric is called a ψυχαγωγία by Pl.Phdr.261a, cf. 271c, Com.Adesp.199, Phld.Rh.1.148S.; also of poetry, Id.Po.2.61, al.:generally, gratification, pastime, Plb.31.29.5, D.S.1.91, Aristeas 78, LXX 2 Ma.2.25, J.AJ15.7.7, Luc.Nigr.18; amusement, Sor.1.117 (pl.); opp. διδασκαλία, as the aim of a poet, Eratosth. ap. Str.1.1.10: pl., μουσικαὶ ψ. Phld.Mus.p.86K., cf. Aristid.Or.29(40).21.    III (ψυχρός, ψῦχος) cooling treatment in acute fever, Philum. ap. Aët.5.78 (but, animi oblectamenta procurentur, in Lat. version): in heart disease, Paul.Aeg.3.34.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς ἕνεκα καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ γέλως bis accus. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγωγία: ἡ, ἀνάκλησις ψυχῶν ἐκ τοῦ κάτω κόσμου διὰ μαγικῶν μέσων, Φιλόστρ. 727, πρβλ. Εὐστ. 1614. 60. ΙΙ. μεταφορ., τὸ θέλγειν καὶ προσελκύειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πειθὼ, - ὅθεν ἡ Ρητορικὴ τέχνη καλεῖται ψυχαγωγία παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 261Α, 271C· καθόλου, διασκέδασις, εὐαρέστησις, τέρψις, Πολύβ 32. 15, 5, Διόδ. 1. 91, Λουκ. Νιγρ. 18· ἐν τῷ πληθ., Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων 6. - Παρὰ τοῖς μεταγεν. εἶδος ἑρμηνείας τῶν ἀρχαίων λέξεων δι’ ἄλλων συνωνύμων, «ψυχαγωγία ... ὀνομάζεται σήμερον εἰς τὰ σχολεῖά μας ἡ μεταξύ τῶν στίχων τοῦ κειμένου γραφομένη ἐξήγησις, ἀπὸ τὴν παλαιὰν σημασίαν τῆς λέξεως» Κοραῆ Ἄτακτα τ. 4Β. τ. 704, Κουμανούδης ἐν Συναγωγῇ Νέων Λέξ. σ. 1138, ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attrait, séduction ; joie, plaisir, divertissement.
Étymologie: ψυχαγωγός.