ὑποστατός
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
όν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι)
A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46. II to be borne or withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της). III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.