ἀνεμιαῖος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον,
A windy, ωόν ανεμιαίον a wind-egg, Arar.6, Com.Adesp.5 D., Ath.2.57e; άγονα καί α. έκγονα ψυχής Them.Or.32.356a. 2 metaph., empty, vain, γόνιμον ή α. Pl.Tht.151e; α. τε καί ψεύδος ib. 161a; α. ελπίς Alciphr.1.21.