ὀμείχω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
A make water, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν Hes.Op.727, Pythag. ap. D.L.8.17 : aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα Hippon.55A. (Misspelt ὀμιχεῖν and ὤμιξεν or ὤμηξεν in codd. ; cf. Skt. méhati, Lat. meiere, etc.)