παραπλάζω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
used by Hom. in aor. Act. παρέπλαγξα and Pass. -επλάγχθην :—
A cause to wander from the right way, of seamen, drive out of their course, ἀλλά με . . Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Od.9.81, cf. 19.187 : metaph., lead astray, perplex, παρέπλαγξεν δὲ νόημα 20.346 ; αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν Pi.O.7.31 :—Pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής the arrow went aside, Il.15.464 ; ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς ; E.Hipp.240 : abs., err, be wrong, Pi.N. 10.6. II Act. intr., go astray, κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε Nic. Th.757.