ἀπάλαλκε

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάλαλκε Medium diacritics: ἀπάλαλκε Low diacritics: απάλαλκε Capitals: ΑΠΑΛΑΛΚΕ
Transliteration A: apálalke Transliteration B: apalalke Transliteration C: apalalke Beta Code: a)pa/lalke

English (LSJ)

[πᾰ], 3sg. aor. 2, opt. ἀπαλάλκοι: (with no pres.,

   A v. ἄλαλκε and cf. ἀπαλέξω):—ward off, keep off something from one, τί τινος Il.22.348, cf. Od.4.766; νόσους Pi.O.8.85: later inf. ἀπαλαλκέμεν Theoc.28.20: 2sg. ἀπάλαλκες Q.S.5.215.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλαλκε: γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, (ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε ἄλαλκε καὶ πρβλ. ἀπαλέξω): ‒ ἀποδιώκω, ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν ὅστις ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.

English (Autenrieth)

see ἀπαλέξω.