κινυρός
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ά, όν,
A wailing, plaintive, Il.17.5; γόος A.R.4.605; πέτηλα Nonn.D.38.95; v. μινυρός.
German (Pape)
[Seite 1441] wehklagend, winselnd; von einer Kuh Il. 17, 5; μύρονται κινυρὸν μέλεαι γόον Ap. Rh. 4, 605; Nonn. öfter. Vgl. μινυρός.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνῠρός: -ά, -όν, κλαυθυρμός, γοερός, Ἰλ. Ρ. 5.· γόος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 605· πέτηλα Νόνν. Δ. 38. 95· ἴδε μινυρός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
whimpering, wailing, Il. 17.5†.