αὐτάγρετος

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον, (ἀγρέω) poet. for αὐθαίρετος,

   A self-chosen, left to one's choice, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148; σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι h.Merc.474.    2 taken by one's own hands or exertions, A.R.4.231.    II Act., choosing freely, Semon.1.19, Opp.H.5.588.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ποιητ. ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετος, ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασίᾳ, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι, πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ, «τουτέστιν, εἴπερ αὐθαίρετα ἢ μᾶλλον αὐτόθεν ἀγειρόμενα ἢ άγρευόμενα καὶ πάραυτα γινόμενα ἦν τοῖς ἀνθρώποις πάντα τὰ πράγματα, πρῶτον ἂν τὸν τοῦ Ὀδυσσέως εἱλόμεθα νόστον» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 148· σοί δ’ αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι, εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, ἐξαρτᾶται ἀπὸ σοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 474. 2) ὁ ἰδίαις χερσί τινος ἀγρευθείς, εἰ μὴ κούρην αὐτάγρετον... ἄξουσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 231. ΙΙ. ἐνεργητ. λαμβάνων ἢ ἐκλέγων ἐλευθέρως, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 19, Ὀππ. Ἁλ. 5. 588.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prenable au gré de chacun, laissé à la discrétion de chacun.
Étymologie: αὐτός, ἀγρέω ; poét. p. αὐθαίρετος.

English (Autenrieth)

(αὐτός, ἀγρέω): selftaken, attainable, ‘if men could have every wish,’ Od. 16.148†.