παρίστημι

From LSJ
Revision as of 23:48, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίστημι Medium diacritics: παρίστημι Low diacritics: παρίστημι Capitals: ΠΑΡΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: parístēmi Transliteration B: paristēmi Transliteration C: paristimi Beta Code: pari/sthmi

English (LSJ)

   A causal in pres., impf., fut., and aor.1 ; later pf. παρέστᾰκα in same sense, PTeb.5.196 (ii B.C.), Plb.3.94.7, S.E. M.7.273, etc.    I cause to stand, place beside, π. τοὺς ἱππεῖς ἐφ' ἑκάτερον τὸ κέρας Plb.3.72.9, cf. 3.113.8 ; παραστήσας τὰ ὅπλα having brought his arms into view, D.18.175 ; π. τινὰ φυλάττειν set one near a thing to guard it, v.l. in Id.49.35 ; π. σορὸν σορῷ Anatolian Studies p.204 (Termessus).    II set before the mind, present, ὑπόθεσιν . . οὐ χὶ τὴν οὖσαν παριστάντες ὑμῖν D.3.1 ; τοῦτο π. τοὺς θεοὺς ὑμῖν that they may put this into your minds, Id.18.1 ; τὸ δεινὸν π. τοῖς ἀκούουσιν Id.21.72 ; π. ἐλπίδας, ὁτιοῦν τῶν δεινοτάτων, Id.19.333, 21.15 ; arouse, inspire, οὐ γὰρ ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργὴν ἀλλ' ἡ ἀτιμία ib.72 ; π. φόβον καὶ ἀπορίαν ταῖς πόλεσι Plb.3.94.7 ; π. ὁ κίνδυνος διαλογισμόν, μὴ. . Aeschin.2.159 : so τοῦτο π. ὑμῖν γνῶναι prompt you to that decision, D.18.8 ; π. τινὶ θαρρεῖν give one confidence, v.l. in Aeschin.1.174 ; π. τινί c. inf., put it into his head to... Paus.9.14.6 ; also π. τινὶ ὅτι or ὡς... X. Oec.13.1, Pl.R.600c.    2 dispose a person, πρὸς μελαγχολίας Phld. Ir.p.28 W., cf. Mus.p.73 K. ; also Ἀθηναίους ἄλλα παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα Plu. Thes.35 :—also in Pass., V. B. V. 1.    3 of a Poet, represent, describe, τὸν Νέστορα παρέστησε [ὁ ποιητὴς] πείθοντα Phld. Hom. p.65 O., cf. Ath.3.110f, 4.133b ; δι' ἐτυμολογίας Corn. ND1 :—Pass., παριστάσθω ὅτι . . let it be stated that... S.E. M.7.310.    4 furnish, supply, deliver, PCair.Zen.790.10 (iii B.C.), PTeb.5.196 (ii B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).31 (Cyrene).    5 make good, prove, show, τι πολλοῖς τεκμηρίοις Lys.12.51, cf. Act.Ap.24.13 ; καθάπερ προϊόντες -στήσομεν Phld. Ir.p.85 W., cf. Mus.p.37 K.    6 c. acc. pers., present, offer, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ, ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, Ep.Rom.6.13,16.    b commend, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παραστήσει τῷ θεῷ 1 Ep.Cor.8.8.    7 render, [ἡ πίσσα] τὸν οἶνον ἔὔποτον παρίστησι ταχέως Plu.2.676c.    8 in later Greek, as in Med. (V. C. 1), produce in court, etc., BGU759.22 (ii A.D.), etc. :—Pass., Sammelb.4512.82 (ii B.C.), etc.    III set side by side, compare, [πόλεις] μικρὰς μεγάλαις Isoc. 12.40.—The use of these act. tenses occurs in Pl.l.c., but first becomes common in Oratt.    B Pass., with aor. 2, pf. and plpf. Act., intr. :    I stand by, beside, or near, θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη Il.15.442, cf. 483 ; ἀμφίπολος δ' ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη Od.1.335, cf. 8.218, 18.183 ; ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι, of a beggar, 17.450 ; οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371 ; ζωγράφῳ παρεστηκυῖα, of a painter's model, X. Mem.3.11.2 : freq. in part. παραστάς with a Verb, εἶπε παραστάς Il.12.60 ; οὖτα π. 20.472 ; παρασταθείς, v.l. for κατασταθείς, E.Or.365.    2 stand by, i.e. help, defend, τινι Il.10.279, etc. ; Τρωσὶ παρεστάμεναι καὶ ἀμύνειν 21.231, cf. 15.255 ; Ὀδυσῆϊ π. ἠδ' ἐπαρήγει 23.783, cf. Hes. Th.439, Hdt.1.87, etc.; π. τινὶ χερσί S. Aj.1384 ; βοηθοὶ π. X. Cyr.5.3.19 ; οὐ παρέστη οὐδ' ἐβοήθησεν D.45.64.    II more freq. in past tenses, to have come, δεῦρο παρέστης Il.3.405 ; to be at hand, νῆες δ' ἐκ Λήμνοιο παρέστασαν 7.467, etc.    2 of events, to be near, be at hand, ἀλλά τοι ἤδη ἄγχι παρέστηκεν θάνατος 16.853 ; κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν Od.9.52, cf. 16.280 : in fut. Med., σοὶ . .παραστήσεσθαι ἔμελλεν μοῖρ' ὀλοή 24.28 ; ἐάν του καιρὸς ἢ χρεία παραστῇ D. 21.101, cf. 73 : freq. in pf., παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας E. Hec.229, cf. Med.331 ; in part., τὸ χρῶμα τὸ παρεστηκός Ar. Eq.399 ; ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Pl. Lg.962d : in Att. form παρεστώς, ῶσα, ός, th=s parestw/shs no/sou S. Ph.734 ; τοῦ π. θέρους ib.1340 ; τὰς παρεστώσας τύχας E. Or.[1024] ; τὰ παρεστῶτα present circumstances, τὰ λῷστα, κράτιστα τῶν π., A. Ag.1053, Pr.218 ; πρὸς τὸ παρεστός Ar. Eq.564 ; πρὸς τὸ παριστάμενον X. Eq.Mag.9.1.    III come to the side of another, come over to his opinion, παραστῆναι ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην Hdt.6.99 : abs., come to terms, surrender, submit, Id.3.13,5.65, 6.140 ; οἱ πολέμιοι παραστήσονται Id.3.155 ; τῷ πολέμῳ παραστῆναι D. 22.15, cf. EM653.2.    IV happen to one, τῷ δὴ λέγουσι. . θῶμα μέγιστον παραστῆναι Hdt.1.23 ; τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται Emp. 108 ; esp. come into one's head, occur to one, τὼς νόος ἀνθρώποισι παριστᾶται Parm.16.2 ; δόξα μοι παρεστάθη ναοὺς ἱκέσθαι S. OT911 ; δόξα π. τινὶ ὥστε . . Pl.Phd.66b ; σοὶ τοῦτο παρέστηκεν, ὡς . . Id.Phdr. 233c ; π. θαῦμα, γνώμη, And.2.2, 24 (s.v.l.) ; ἔκπληξις παρέστη Th.8.96 : impers., παρίσταταί μοι it occurs to me ; τῷ οὐ παραστήσεται . . τεθνάναι βούλεσθαι to whom it will not occur to wish for death, Hdt.7.46: folld. by ὡς, Th. 4.61,95, Lys. 12.62, etc. : c. inf., Id.7.17; οὐχὶ παρίσταταί μοι ταὐτὰ γιγνώσκειν D.3.1 : c. acc. et inf., Lys.21.12, Pl.Phd.58e; part., τὸ παριστάμενον that which comes into one's head, a thought, Luc. Cont. 13 ; ἐκ τοῦ π. λέγειν speak offhand, Plu.Dem.9, cf. Gal. 14.295.    V to be disposed, πρὸς τὰς πράξεις Phld.Mus.p.71 K.; εἰρηνικῶς παρεστώτων Id.Hom. p.45 O.    2 collect oneself, παραστῆναι πρὸς τὸν κίνδυνον D.S. 17.43 ; τῷ θυμῷ παραστάς ib.99 ; π. πρὸς τὴν ἀπολογίαν Plu. Alc. 19; παρεστηκότες ταῖς γνώμαις Arr.Fr. 161 J.    3 metaph., οἶνος παρίσταται the wine improves, becomes fit for drinking, opp. ἐξίσταται, Thphr. CP6.14.10, cf. Dsc.5.8.    b of a crop, to be ripe, ὅταν ὁ πρώϊμος σπόρος παραστῇ OGI56.68 (Egypt, iii B. C.); so prob. ἡ γῆ παρέστηκεν PLille 8.5 (iii B. C.).    VI παρεστηκέναι φρενῶν to be beside oneself, lose one's wits, Plb.18.53.6 ; π. ταῖς διανοίαις Id.14.5.7, etc.; ἐπὶ τοσοῦτον π. Id.22.8.13 ; cf. παρεξίστημι 11.    2 to be passionately devoted to, ἵπποισι παρεστεῶτες Hp.Ep.17.    VII abs., παρεστηκός, = παρόν, since it was in their power, since the opportunity offered, Th.4.133.    C Some tenses of Med., pres. and impf. sts., fut. and aor. I almost always (for exceptions, v. supr. B. 11.2, III, iv), are used in causal sense :    I set by one's side, bring forward, produce, π. ἱερεῖα X.An.6.1.22 ; esp. in a court of justice, τοὺς παῖδας παραστησάμενοι Lys.20.35; παιδία παραστήσεται (of a culprit) D.21.99 ; ταῦτα παραστησάμενος ib.187; μάρτυρας παρίστανται Is.4.13, etc.; παραστήσασθαί τινα produce him as witness, Id.9.9, D.34.28, etc.; π. τινὰ εἰς κρίσιν Pl.R.555b.    2 commend, τινί τινα J.AJ 15.7.3.    II bring to one's side, bring over by force, bring to terms, ἀέκοντας παραστήσασθαι Hdt. 8.80; π. βία S.OC916; π. πολιορκίᾳ Th.1.98; πολιορκοῦντας π. ὁμολογίᾳ ib.29 : abs., π. τινά, π. πόλιν, Hdt.3.45, Th.1.124, etc.; τοὺς οἰκοῦντας τὴν Ἀττικὴν π. εἰς φορὰν δασμοῦ Pl.Lg. 706b.    2 generally, dispose for one's own views or purposes, τινὰ παραστήσασθαι οὕτως ὥστε . . so to dispose a person that... Hdt.4.136 ; ἑαυτοὺς πρὸς τὴν μάχην Plb.3.109.9 ; dispose, induce a person, πρὸς τὸ κοινωνεῖν Id.29.3.5 : c. acc. et inf., Chio Ep.3.